βουλιμιασις

βουλιμιασις
    βουλιμίασις
    βουλῑμίασις
    -εως ἥ Plut. = βουλιμία См. βουλιμια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουλιμιασις" в других словарях:

  • βουλιμίασις — βουλιμίασις, η (Α) [βουλιμιώ] το να πάσχει κανείς από βουλιμία …   Dictionary of Greek

  • βουλιμίασιν — βουλιμίασις suffering from fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • βουλιμιάσεως — βουλιμιάσεω̆ς , βουλιμίασις suffering from fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»